μελάνδρυον

μελάνδρυον
μελάνδρυον, τὸ (ΑM)
η εντεριώνη, η καρδιά τής δρυός
αρχ.
στον πληθ. τὰ μελάνδρυα
τεμάχια, μερίδες αλίπαστου τόννου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. τού επιθέτου μελάνδρυος. Η σημ. τού πληθ. μελάνδρυα «τεμάχια αλίπαστου τόννου» είναι μεταφορική].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μελάνδρυον — heart of oak neut nom/voc/acc sg μελάνδρυος dark as the oak masc/fem acc sg μελάνδρυος dark as the oak neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελανδρύου — μελάνδρυον heart of oak neut gen sg μελάνδρυος dark as the oak masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SALSAMENTUM — depiscibus praecipue: Et quidem Salsamenta magna, apud Graecos, eôdem nomine veniunt, quô piscis, unde sumpta. Sic Icesius Κύβια quae frusta sunt quadrata pelamidis, vocavit pelamidas. Similiter Τόμος θουριανὸς frustum caniculae, quam et ξίφιαν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μέλανδρυς — μέλανδρυς, υος, ὁ (Α) είδος μεγάλου τόννου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, + ανος + δρῦς, δρυός (πρβλ. χαμαί δρυς). Για τη σημασία τού τ. βλ. και λ. μελάνδρυον] …   Dictionary of Greek

  • υπομελανδρυώδης — και, κατά τον Ησύχ., ὑπομαλανδρυώδης, ῶδες, Α αυτός που μοιάζει κάπως με το μελάνδρυον*, με την εντεριώνη τής δρυός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μελάνδρυος «αυτός που έχει μαύρα φύλλα όπως η δρυς» + κατάλ. ώδης (πρβλ. ὀγκ ώδης)] …   Dictionary of Greek

  • μελάνδρυα — a large kind of tunny neut nom/voc/acc pl μελάνδρυον heart of oak neut nom/voc/acc pl μελάνδρυος dark as the oak neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”